- κολοβόσταχυς
- κολοβόστᾰχυς, υ,A with short spikes, of flowers, Dsc.1.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολοβόσταχυς — κολοβόσταχυς, άχυος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει ατελώς ανεπτυγμένα στάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + στάχυς] … Dictionary of Greek
κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek